Η εορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου αποτελεί την σπουδαιότερη από τις Θεομητορικές εορτές, εκείνες δηλαδή που τιμούν γεγονότα σχετιζόμενα με την επίγεια ζωή της μητέρας του Χριστού.
Γενικώς, η μορφή της Θεοτόκου ελάχιστα μνημονεύεται στην Καινή Διαθήκη. Μάλιστα, οι περισσότερες από τις εορτές προς τιμήν της, όπως η Σύλληψις (9 Δεκεμβρίου), το Γενέσιον (8 Σεπτεμβρίου) και τα Εισόδια (9 Νοεμβρίου) αναφέρονται σε γεγονότα της ζωής της, τα οποία δεν περιγράφονται σε κανένα από τα τέσσερα Κανονικά Ευαγγέλια (εξαίρεση αποτελεί μόνον η εορτή του Ευαγγελισμού). Κειμενικές βάσεις των εορτών αυτών είναι τα απόκρυφα ευαγγέλια, και κυρίως το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, το οποίο εστιάζει στον βίο της Παναγίας. Το ίδιο περίπου ισχύει και για την εορτή της Κοιμήσεως, που βασίζεται επίσης σε απόκρυφες διηγήσεις, κυρίως στα ψευδεπίγραφα κείμενα που παραδίδονται στα χειρόγραφα με τους τίτλους Τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Ἁγίας Θεοτόκου (στα ελληνικά), De transitu Beatae Mariae Virginis ή Transitus Mariae A (Περὶ τῆς μεταστάσεως τῆς Εὐλογημένης Παρθένου Μαρίας, στα λατινικά) και Sancti Melitonis, episcopi Sardensis, Liber de transitu Virginis Mariae ή De transitu Mariae B (Τοῦ Ἁγίου Μελίτωνος, ἐπισκόπου Σάρδεων, Βιβλίον περὶ τῆς μεταστάσεως τῆς Παρθένου Μαρίας, στα λατινικά).
Διευκρινίζεται, βέβαια, ότι το ψευδεπίγραφο ή απόκρυφο των κειμένων δεν υποβαθμίζει την αλήθεια των γεγονότων. Τα κείμενα αυτά αποτυπώνουν την εκκλησιαστική παράδοση, η οποία έχει την ίδια ισχύ με όσα γνωρίζουμε από τα παραδεκτά κείμενα της Αγίας Γραφής. Άλλωστε, ο Μέγας Βασίλειος υποστηρίζει σχετικά με τα «δόγματα» (διδασκαλία βασιζόμενη στην Αγία Γραφή) και τα «κηρύγματα» (διδασκαλία βασιζόμενη στην παράδοση) ότι εἰ γὰρ ἐπιχειρήσαιμεν τὰ ἄγραφα τῶν ἐθῶν, ὡς μὴ μεγάλην ἔχοντα τὴν δύναμιν, παραιτεῖσθαι, λάθοιμεν ἂν εἰς αὐτὰ τὰ καίρια ζημιοῦντες τὸ Εὐαγγέλιον, μᾶλλον δὲ εἰς ὄνομα ψιλὸν περιϊστῶντες τὸ κήρυγμα (εάν επιχειρούσαμε να απορρίψουμε την άγραφη παράδοση, με την δικαιολογία ότι δήθεν δεν έχουν μεγάλη ισχύ, θα διαπράτταμε σφάλμα στα πιο σημαντικά ζητήματα ζημιώνοντας το Ευαγγέλιο ή μάλλον υποβιβάζοντας το κήρυγμα στο επίπεδο της λέξης).
Με βάση τα παραπάνω, είναι φυσικό και οι εικόνες των αντίστοιχων θεομητορικών εορτών να απεικονίζουν τα γεγονότα με βάση τα αναφερθέντα κείμενα, ενσωματώνοντας κατά περίπτωση πληροφορίες που μόνο από την παράδοση (μέσω των ψευδεπίγραφων κειμένων) είναι γνωστές.
Τα κείμενα συμφωνούν ως προς τα βασικά σημεία της κοίμησης της Θεοτόκου: η Παναγία, ενώ προσεύχεται στον Πανάγιο Τάφο, ειδοποιείται από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ ότι επίκειται η κοίμησή της. Αφού επιστρέφει στην οικία της για να συνεχίσει την προσευχή, αρχίζουν να φτάνουν διαδοχικά θαυματουργικά οι Απόστολοι, αρχικά ο Ιωάννης και έπειτα όλοι οι υπόλοιποι. Μάλιστα, οι Ανδρέας, Φίλιππος, Λουκάς, Σίμων ο Καναναίος και Θαδαίος, οι οποίοι είχαν ήδη πεθάνει, ανασταίνονται από τους τάφους τους και παρίστανται στην οικία της Παναγίας. Μετά από την ομαδική προσευχή της Θεοτόκου και των Αποστόλων φτάνει ο Χριστός συνοδευόμενος από τα Σεραφείμ, γεγονός που προκαλεί την θορύβηση των Ιουδαίων. Μετά την συνομιλία της με τον Χριστό, η Θεοτόκος παραδίδει το πνεύμα της και οι Απόστολοι αίρουν το κρεβάτι όπου κείται το σώμα της για να το μεταφέρουν στην Γεθσημανή προς ενταφιασμό. Ένας, όμως, από τους Ιουδαίους, ο Ιεφονίας, πλησιάζει το κρεβάτι και επιχειρεί να το ανατρέψει. Τότε, από αόρατη δύναμη τα χέρια του κόβονται και μένουν κολλημένα στο νεκρικό κρεβάτι. Μετά από προτροπή του Αποστόλου Πέτρου, ο Ιεφονίας μετανοεί και τα χέρια του ξαναβρίσκουν την θέση τους. Τελικά, το σώμα της Θεοτόκου αποτίθεται στο μνήμα, ενώ φωνές από τον Παράδεισο ακούγονται να υμνούν. Οι φωνές αυτές σταματούν την τρίτη ημέρα, κι έτσι οι Απόστολοι καταλαβαίνουν ότι το σώμα της Θεοτόκου ανελήφθη.
Σχετικά με την τυπολογία της εικόνας της Κοίμησης πρέπει να παρατηρήσουμε ότι περιλαμβάνει από ένα μέχρι πέντε διαφορετικά στοιχεία, συνδυασμένα με αρκετούς τρόπους: η βασική παράσταση απεικονίζει το νεκρό σώμα της Παναγίας, περιστοιχιζόμενο από τους Αποστόλους που θρηνούν και τον Χριστό, με την συνοδεία Αγγέλων, να κρατά την ψυχή της με την μορφή φασκιωμένου βρέφους. Συναντάται, επίσης, η σκηνή της αποκοπής των χειρών του θρασέως Ιουδαίου από τον Άγγελο, η μεταφορά των Αποστόλων από τα πέρατα της γης πάνω σε σύννεφα, η μετάσταση του αναστημένου σώματος της Θεοτόκου στους ουρανούς και, τέλος, η παράδοση της Αγίας Ζώνης από την Θεοτόκο στον Απόστολο Θωμά.
Οι τρείς πρώτες παραστάσεις αναφέρονται από όλες τις πηγές, με ελάχιστες παραλλαγές όσον αφορά την παρουσία των ιεραρχών Ιακώβου του Αδελφοθέου, Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, Τιμοθέου και Ιεροθέου. Η παράδοση περί της παρουσίας των τριών αυτών ιεραρχών στην Κοίμηση της Θεοτόκου φτάνει ως εμάς αρχικά από το έργο Περὶ θείων ὀνομάτων του Ψευδο-Διονυσίου του Αρεπαγίτη, αλλά και από τα έργα του Ανδρέα Κρήτης (Λόγος α΄ εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, 79Β- 80D). Έτσι, σε πολλές παραστάσεις της Κοίμησης, μεταξύ των Αποστόλων, που ξεχωρίζουν από το γνωστό στην ορθόδοξη εικονογραφία άχρονο ένδυμά τους, που χρησιμοποιείται για την απεικόνιση των αγίων μορφών όλων των αιώνων (δηλαδή το ιμάτιο και ο χιτώνας), διακρίνονται και τρεις ή τέσσερις μορφές ενδεδυμένες αρχιερατική στολή. Συνήθως δε, οι μορφές αυτές κρατούν στα χέρια τους ανοιχτά βιβλία, υπονοώντας ότι τα χρησιμοποιούν για να ψάλλουν εξόδιους ύμνους προς την Θεοτόκο, όπως αναφέρουν οι πηγές.
Σε όλες τις παραστάσεις ο Χριστός παρευρίσκεται στην σκηνή, κρατώντας ήδη την ψυχή της Θεοτόκου με τα χέρια καλυμμένα με την άκρη του ιματίου του, χειρονομία που στην ορθόδξη εικονογραφία δηλώνει την ιερότητα του βασταζόμενου αντικειμένου (βλ. το Ευαγγέλιο στα καλυμμένα χέρια των ιερωμένων Αγίων). Ο Χριστός συνοδεύεται από στρατό ουρανίων δυνάμεων, ενώ συχνά περιβάλλεται από «δόξα», δηλαδή σχηματοποιημένο φως, που στην εικονογραφία δηλώνει την θεϊκή επιφάνεια.
Η σκηνή της αποκοπής των χειρών του Ιουδαίου που θέλησε να ανατρέψει από μίσος το νεκρικό κρεβάτι της Θεοτόκου εμφανίζεται, επίσης, με μεγάλη συχνότητα. Στο κείμενο του Ψευδο-Ιωάννη ονομάζεται Ιεφονίας, όνομα με το οποίο έμεινε γνωστός στην παράδοση, ενώ στο Transitus Mariae A αποκαλείται Ruben και στο Transitus Mariae B παραμένει ανώνυμος, όπως και σε όλες τις υπόλοιπες πηγές. Σύμφωνα με τα κείμενα, ο Ιουδαίος αυτός, ως ο πιο θρασύς από το πλήθος των Εβραίων που είχαν συγκεντρωθεί από μίσος για την Θεοτόκο και τους Αποστόλους, επιχείρησε να ανατρέψει την νεκρική κλίνη της. Τα χέρια του, όμως, αποκόπηκαν από αόρατη δύναμη (στις εικόνες εμφανίζεται Άγγελος με απειλητική χειρονομία) και έμειναν κρεμασμένα στο κρεβάτι, ώσπου μετανόησε και γιατρεύτηκε.
Σχετικά με την θαυματουργική μεταφορά των Αποστόλων από τα πέρατα της γης, οι τρεις αρχαιότερες πηγές βρίσκονται σε συμφωνία. Καθένας από τους Αποστόλους είχε αναλάβει να κηρύξει το Ευαγγέλιο σε μια διαφορετική γωνιά του κόσμου. Όταν ήρθε η ώρα να παραστούν ενώπιον της νεκρικής κλίνης της Θεοτόκου, νεφέλες τους άρπαξαν την ώρα που κήρυσσαν και τους μετέφεραν στο σπίτι της. Μάλιστα, το ελληνικό κείμενο του Ψευδο-Ιωάννη αναφέρει ότι αναστήθηκαν και εκείνοι από τους Αποστόλους, οι οποίοι είχαν ήδη πεθάνει: οι Ανδρέας, Φίλιππος, Λουκάς, Σίμων ο Καναναίος και Θαδδαίος. Τους διευκρινίζεται δε, σύμφωνα με το κείμενο, από το Άγιο Πνεύμα, ότι δεν αναστήθηκαν επειδή έφτασε η Δευτέρα Παρουσία, αλλά προκειμένου να τιμήσουν την μητέρα του Θεού, τώρα που έφτασε η ώρα της αποδημίας της. Έτσι, στην απεικόνιση της δια νεφελών μεταφοράς εμφανίζονται όλοι οι Απόστολοι, έξι στην δεξιά πλευρά και έξι στην αριστερή, να επιβαίνουν σε σύννεφα, συχνά με βλέμμα γεμάτο απορία για το θαύμα που συντελείται. Άλλοτε ο κάθε Απόστολος επιβαίνει σε ξεχωριστή νεφέλη (οπότε μπορεί σε ορισμένες εικόνες να συνοδεύεται από έναν άγγελο), ενώ άλλοτε οι Απόστολοι είναι χωρισμένοι σε ομάδες των έξι, καθεμιά από τις οποίες επιβαίνει σε ένα μεγάλο σύννεφο.
Ανάμεσα στις δύο ομάδες των Αποστόλων συχνά απεικονίζεται και η ίδια η Θεοτόκος να αναλαμβάνεται στους Ουρανούς, ενίοτε με την συνοδεία Αγγέλων. Σύμφωνα με τις πηγές, η ανάληψη της Θεοτόκου συνέβη την τρίτη μέρα μετά την απόθεση του σώματός της στον τάφο της Γεθσημανής και αφού η ψυχή της είχε ενωθεί ξανά με το σώμα της.
Τελευταίο στοιχείο που προστίθεται στην εικόνα της Κοίμησης είναι η παράδοση της Αγίας Ζώνης από την ίδια την Παναγία στον Απόστολο Θωμά. Την διήγηση αυτή συναντούμε για πρώτη φορά στο Transitus Mariae A (§ 17): Τότε ο ευλογημένος Θωμάς οδηγήθηκε αμέσως (ενν. δια νεφέλης) στο Όρος των Ελαιών και είδε το ευλογημένο σώμα να κατευθύνεται στον ουρανό και άρχισε να φωνάζει και να λέει: «Μητέρα αγία, μητέρα ευλογημένη, μητέρα αμόλυντη, αν το ότι σε βλέπω σημαίνει ότι έχω την εύνοιά σου, χαροποίησε τον δούλο σου με την μεγαλοψυχία σου, αφού πηγαίνεις στον ουρανό». Τότε η ζώνη, με την οποία οι απόστολοι είχαν τυλίξει το άγιο σώμα (της), πετάχτηκε στον ευλογημένο Θωμά από τον ουρανό. Αφού την πήρε, την ασπάστηκε και ευχαριστώντας τον Θεό ήρθε έπειτα στην κοιλάδα του Ιωσαφάτ.
Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι η εικόνα της Κοίμησης χαρακτηρίζεται από μεγάλη ελευθερία στην σύνθεση, καθώς ο κάθε αγιογράφος είναι ελεύθερος να επιλέξει ποιά από τα στοιχεία της εκκλησιαστικής παράδοσης θα ενσωματώσει και ποιά θα αποκλείσει, ανάλογα και με τον χώρο που του δίνεται για να δημιουργήσει. Έτσι, το τελικό αποτέλεσμα δεν κρίνεται μόνο από το ταλέντο της εκτέλεσης αλλά και από την σύνθεση των διαθέσιμων στοιχείων.
|
Μονή της Χώρας, 14ος αι., Κωνσταντινούπολη. 1 από τις 5 σκηνές: νεκρική κλίνη. |
|
Μονή Βατοπεδίου, 15ος αι. 2 από τις 5 σκηνές: νεκρική κλίνη, μεταφορά Αποστόλων |
|
Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Σαρανταπόρου. 2 από τις 5 σκηνές: νεκρική κλίνη, Ιεφονίας. |
|
Ανδρέας Ρίτζος, β΄ μισό 15ου αι. 3 από τις 5 σκηνές: νεκρική κλίνη, μεταφορά Αποστόλων, ανάληψη Θεοτόκου |
|
Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου, Κουκούλια Άρτας, 19ος αι. 4 από τις 5 σκηνές: νεκρική κλίνη, Ιεφονίας, μεταφορά Αποστόλων, ανάληψη Θεοτόκου.
|
|
Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Ηράκλειας, 1879. Περιέχονται και οι πέντε σκηνές. |
(Το άρθρο δημοσιεύεται ταυτόχρονα και στο ιστολόγιό μου
Ηράκλεια Ηλείας με ορισμένες τροποποιήσεις)